χλιδώ

χλιδώ
-άω, Α [χλιδή]
1. είμαι χλιδανός*, τρυφηλός
2. (με αρνητική σημ.) ζω τρυφηλά και άσωτα («οἱ χλιδῶντες καὶ ἀβροδιαίτως ζῶντες», Φίλ.)
3. φρ. «χλιδῶ ἐπί τινι» — περηφανεύομαι για κάτι (Σοφ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χλίδω — Α χλιδῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού χλιδῶ, κατά τα βαρύτονα ρ.] …   Dictionary of Greek

  • χλιδῶ — χλιδάω to be soft pres imperat mp 2nd sg χλιδάω to be soft pres subj act 1st sg (attic epic ionic) χλιδάω to be soft pres ind act 1st sg (attic epic ionic) χλιδάω to be soft pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) χλιδάω to be soft pres ind …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταχλιδώ — καταχλιδῶ, άω, ιων. τ. καταχλιδέω (Α) 1. είμαι τελείως θηλυπρεπής, εκτεθηλυμμένος 2. (με γεν.) επιδεικνύω χλιδή και πολυτέλεια για να προσβάλω ή να δείξω περιφρόνηση σε κάποιον («οὐδενὸς οὐδὲ Ῥωμαίων ἐν τοσαύτῃ φαντασίᾳ καταχλιδῶντος τῆς Ἀττικῆς» …   Dictionary of Greek

  • κατεγχλιδώ — κατεγχλιδῶ, άω (Α) 1. αποκρούω κάτι που μού προσφέρεται 2. φέρομαι περιφρονητικά σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + *ἐγχλιδῶ (< χλιδῶ «είμαι λεπτεπίλεπτος»)] …   Dictionary of Greek

  • υπερχλιδώ — άω, Α (δ. γρφ.) ὑπερχλίω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + χλιδῶ «ζω μαλθακά, με πολυτέλεια, με τρυφή»] …   Dictionary of Greek

  • φλίω — Α είμαι γεμάτος, φουσκωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φλίω και η οικογένειά του ανάγονται, κατά την πιθανότερη άποψη, στην ΙΕ ρίζα *bhl ei / *bhl i «φουσκώνω, πρήζομαι, ξεχειλίζω», η οποία αποτελεί παρεκτεταμένη, με * i , μορφή τής ρίζας *bhel «φουσκώνω,… …   Dictionary of Greek

  • χλίδωσις — ώσεως, ἡ, Α στολισμός, καλλωπισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλίδων «είδος κοσμήματος», μέσω ενός ρ. *χλιδῶ, όω. Ο τ. πιθ. είναι εσφ. γρφ. αντί χλίδωσι, δοτ. πληθ. τής λ. χλίδων] …   Dictionary of Greek

  • χλίω — Α 1. χλιαίνω 2. (αμτβ.) είμαι ή γίνομαι χλιαρός 3. μτφ. χλιδῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χλιαίνω] …   Dictionary of Greek

  • χληδώ — άω, Α (κατά τον Ησύχ.) χλιδῶ* …   Dictionary of Greek

  • χλιαίνω — ΝΜΑ νεοελλ. (ιδίως σχετικά με υγρά) καθιστώ κάτι χλιαρό μσν. αρχ. θερμαίνω, ζεσταίνω («χλίανε ἐπ ἀνθράκων ἕως ἄν συνεψηθῇ», Διοσκ.) αρχ. 1. καθιστώ κάτι μαλακό με θερμότητα («τὴν σελήνην ἠρέμα χλιαίνουσαν ἀνυγραίνειν τὰ σώματα», Πλούτ.) 2. μτφ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”